- εριθάκη
- ἐριθάκη, ἡ (Α)ουσία που παράγεται από τις μέλισσες για τη δική τους τροφή, διαφορετική από το μέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. έριθος*. Σημασιολογικά παρουσιάζει πρόβλημα, διότι δεν είναι σαφές αν σημαίνει μόνο την τροφή τών μελισσών ή και την ουσία που παρασκευάζουν οι μέλισσες για να καλύπτουν τις τρύπες τών κυψελών τους].
Dictionary of Greek. 2013.